THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

Friday, January 25, 2008

Ο Παλαιστής Ιβάν Στάμπο prt4

(εδώ θα βρείτε τα prt1, prt2 και prt3)

Ο Iβάν Στάμπο κοίταξε τις γροθιές του, ήταν κατακόκκινες και γδαρμένες. Έσκισε μια φανέλα και τύλιξε τα χέρια του. Το ψύχος πλέον δεν τον πείραζε, αν και συχνά πυκνά τον έπιανε ένας διαβολεμένος βήχας, που τον ανάγκαζε να φτύνει φλέματα στις γωνιές. Αυτό που πραγματικά τον βασάνιζε ήταν η βρώμα του κρέατος.

Είχε μόλις βραδιάσει, όταν άκουσε ένα θόρυβο. Ίσως να είναι αυτός ο κερατάς, σκέφτηκε. Κάποιος πρέπει να του κουβαλούσε φαί, ζεστή κρεατόσουπα, όπως του είχε υποσχεθεί ο κρεαταγορίτης. Η μυρωδιά της σούπας έφτασε στην μύτη του πίσω από την κλειδωμένη μεταλλική πόρτα, η κοιλιά του παρήγαγε διάφορα θεαματικά γουργουρητά. Άνοιξε το παραθυράκι και φάνηκαν τα μάτια ενός αγοριού. Έλα να πάρεις το φαγητό σου. Του πέταξε πρώτα ένα ξερό καρβέλι ψωμί. Ο Ιβάν πλησίασε, το σκέφτονταν σοβαρά να τον πιάσει όπως μπορεί και να τον κάνει κομμάτια. Αλλά ο πιτσιρίκος δεν έφταιγε σε τίποτα.

Έπιασε το βαθύ πιάτο με τα δυο του χέρια. Αχ, τι ζεστό, μίλησε σχεδόν από μέσα του. Κοίταξε το πιτσιρίκο που στέκονταν εντελώς αδιάφορος πίσω από το παράθυρο. Σήκω και φύγε τώρα, του είπε με την αγριοφωνάρα του. Ο πιτσιρίκος έκλεισε το παραθυράκι και την κοπάνησε. Η μυρωδιά κόντευε να του σπάσει την μύτη. Μέσα στην σούπα διέκρινε χοντροκομμένα κομμάτια κρέατος. Αηδίασε. Τα έπιασε με μια σιχασιά και τα πέταξε ένα ένα από μέσα. Ορκίστηκε να μην ξαναφάει κρέας, τόση απέχθεια ένιωθε πια. Έκοψε το ψωμί μπουκιές και άρχισε να το βουτάει στον ζεστό ζωμό και να τα τρώει. Ρούφηξε με λαιμαργία ότι περίσσεψε. Πασαλείφτηκε ζουμιά. Ήταν βάλσαμο αυτό το γεύμα.

Ένιωθε πολύ κουρασμένος. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και σκεπάστηκε με την λιγδιασμένη κουβέρτα που υπήρχε εκεί. Δεν είχε να σκεφτεί τίποτα απόψε. Έπεσε σε έναν ύπνο βαθύ.

Τα κοκόρια της γειτονιάς, που μετά βίας ακούγονταν εκεί μέσα, τον ξύπνησαν. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν. Τι άσχημο συναίσθημα. Ποτέ δεν περίμενε να βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση.

Πίσω στην πατρίδα είχε έναν καλό φίλο που είχε κάνει φυλακή, τον είχαν στείλει μάλιστα και στα γκούλαγκ. Ο Ιβάν θυμάται τις πονεμένες διηγήσεις του και σκέφτηκε ότι υπάρχουν και χειρότερα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι με ορμή, ΝΑΙ υπάρχουν και χειρότερα, φώναξε σφίγγοντας τις γροθιές του και έπεσε με τα μούτρα στην προπόνησή του.

Πρέπει να εκμεταλλευτώ όπως μπορώ αυτήν την άσχημη κατάσταση και να επικεντρωθώ στον αγώνα με το Γομάρι. Αναρωτιέμαι τι είδους προπόνηση κάνει αυτός. Αυτά σκέφτονταν όταν άκουσε έξω από την φυλακή του φωνές, σαν να άκουσε και το όνομά του μέσα σε όλον αυτόν τον σαματά. Πέρασαν μερικά λεπτά και οι φωνές άρχισαν να πλησιάζουν την μεταλλική πόρτα, που του έκλεινε τον δρόμο προς τον έξω κόσμο. Ακούει το κλειδί να εισχωρεί στο λουκέτο, στην συνέχεια αλυσίδες να γλιστράν και να πέφτουν στο πάτωμα, η πόρτα ανοίγει.

Ο Ιβάν Στάμπο κάνει να χιμήξει έξω, όταν αντιλαμβάνεται ποιοι είναι οι διασώστες του. Δύο αστυνομικοί τον σημαδεύουν με όπλα και πίσω τους βρίσκεται ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος μαζί με το Γομάρι, μπορούσε να διακρίνει το σατανικό του χαμόγελο πίσω από την μάσκα. Μην ανησυχείς, πετάγεται ο διοικητής, εμείς ήρθαμε να σε ελευθερώσουμε από αυτόν τον παλιάνθρωπο που σε φυλάκισε. Μα ποιος νομίζει ότι είναι και τόλμησε να ανακατευτεί στα πόδια μου, στα αλήθεια φαντάζονταν πως δεν θα τον έπαιρνα είδηση; Οι άνθρωποί μου είναι παντού και βλέπουν τα πάντα. Τον κανονίσαμε όμως, είπε και κάγχασε. Δεν θα επιτρέψω να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, γι’αυτό θα σε έχω κάτω από την αυστηρή επίβλεψή μου μέχρι να γίνει ο αγώνας. Ο Ιβάν τον κοίταξε με μίσος, για πόσο ακόμα μπορεί να ανεχθεί να τον μεταχειρίζονται σαν πιονάκι τους.

Ακολούθησε μας. Μπροστά πήγε ο διοικητής με το Γομάρι, που γυρνούσε το κεφάλι του και έριχνε άγριες ματιές, πίσω τους ο Ιβάν και στο τέλος οι δύο αστυνομικοί με τα όπλα. Μπαίνουν σε ένα ακριβό αυτοκίνητο, που ήταν παρκαρισμένο μπροστά από το χασάπικο του κρεαταγορίτη, γύρω είχε μαζευτεί κόσμος. Φύγαμε για το μαγαζί του Βασιλάρα στο λιμάνι.

Πλησιάζανε στον προορισμό τους, είχε αρχίσει να βραδιάζει και οι δαιδαλώδεις δρόμοι του λιμανιού ήταν έρημοι και σκοτεινοί. Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά τους ένας κουρελής με το σκυλί του, κλείνοντας τους το δρόμο. Φρενάρουν και αρχίζουν το κορνάρισμα για να τον διώξουν, αλλά εις μάτην, είχε κοκαλώσει και κοιτούσε, λες και κατάματα, το αυτοκίνητο. Το σκυλί γαύγιζε και εκτόξευε σάλια από το αφρισμένο στόμα του. Μα τι συμβαίνει, αναρωτήθηκε ο διοικητής, κατεβείτε και διώξτε τον για να τελειώνουμε. Μάλιστα, κατεβαίνουν οι δυο αστυνομικοί. Φύγε από την μέση, του φωνάζουν, αλλά τίποτα. Το πλησιάζει ο ένας, με φανερό εκνευρισμό, για να τον διώξει, αλλά χωρίς να το περιμένει του χιμάει ο σκύλος και τον ρίχνει κάτω, αρχίζει να τον δαγκώνει στα χέρια και όπου αλλού βρίσκει. Ο άλλος αστυνομικός, κοιτούσε το όλο σκηνικό ξαφνιασμένος. Τι κάθεσαι, ακούστηκε η αυστηρή φωνή του διοικητή από μέσα, πήγαινε αμέσως να τον βοηθήσεις.

Φοβόταν να πλησιάσει και έτσι άρχισε να πετάει πετραδάκια στον σκύλο, που δάγκωνε, σχεδόν με μανία, το μπλε σακάκι και το χέρι του συναδέλφου του. Ο κουρελής είχε πάει στην άκρη και γελούσε δυνατά. Μέσα στο αυτοκίνητο ο Ιβάν κάθονταν με σταυρωμένα τα χέρια, σιωπηλός και μάλλον ήρεμος στο πίσω κάθισμα, χωρίς να κοιτάει κάπου συγκεκριμένα. Οι υπόλοιποι, ο διοικητής και το Γομάρι, είχαν εκνευριστεί με αυτήν την άσκοπη καθυστέρηση και κοιτούσαν τους δύο βλάκες που ασχολούνταν με τον καημένο κουρελή και το σκυλί του, ήταν πραγματικά γελοίοι.

Μέσα στο σαματά, τις φωνές, τα γέλια και τα γαυγίσματα κανείς τους δεν το πήρε είδηση ότι τόσην ώρα, μέσα από τις σκιές και τις σκοτεινές γωνιές του λιθόστρωτου δρόμου, άρχισαν να αναδύονται διάφορες περίεργες φιγούρες, οι οποίες πλησίαζαν σιγά σιγά το ακριβό αυτοκίνητο.

Αν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να είναι τόσο ανίκανοι, είπε με αγανάκτηση ο διοικητής. Το Γομάρι ξεφύσηξε, για να δείξει ότι συμφωνεί. Εκείνη την στιγμή άκουσαν ένα χτύπημα στα τζάμια του αυτοκινήτου. Γύρισαν και με τρόμο διαπίστωσαν ότι κάποιες περίεργες μούρες είχαν μαζευτεί γύρω τους και τους κοιτούσαν. Τι συμβαίνει, ποιοι είναι όλοι αυτοί, φώναξε τρομοκρατημένος ο διοικητής. Ο Ιβάν Στάμπο γύρισε ψύχραιμα και έριξε μια ερευνητική ματιά στον κόσμο έξω. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

Κατεβείτε κάτω, ακούστηκε μια άγρια φωνή. Μην ανησυχείτε, θα κατέβω να τους κανονίσω, είπε το Γομάρι. Ανοίγει την πόρτα και πετάγεται ετοιμοπόλεμος από μέσα. Βλέπει μπροστά του καμιά δεκαριά άντρες, όλοι τους γεροδεμένοι, θα πρέπει να ήταν λιμενεργάτες. Κοντοστέκεται και ζυγίζει με το μάτι τους αντιπάλους του. Είναι πολλοί, σκέφτεται, δεν θα τους καταφέρω. Που είναι αυτοί οι δύο βλάκες με τα όπλα τους, αναρωτήθηκε, αλλά γρήγορα διαπίστωσε ότι ο ένας ήταν πεσμένος ακόμη κάτω, με το σκυλί να του γαυγίζει κατάμουτρα και τον άλλον το κρατούσαν δυο τύποι. Σήκωσε τα χέρια του, δύο άτομα έτρεξαν κοντά του και του τα έδεσαν πίσω από την πλάτη του.

Μέσα στο αυτοκίνητο ο διοικητής είχε πανικοβληθεί. Έπιασε τον Ιβάν από τον γιακά, ταρακουνώντας τον του φώναζε ποιοι είναι όλοι αυτοί, τους γνωρίζεις. Ο Ιβάν έπιασε τα χέρια του και τα απομάκρυνε. Αυτή η φάρσα τελειώνει εδώ, αρκετά με κατατρέξατε. Ανοίγει την πόρτα και σφίγγοντας το χέρι του διοικητή τον έσυρε έξω.

Βοήθεια, άρχισε φωνάζει αυτός. Άδικα φωνάζεις, ακούστηκε μια φωνή μέσα από το σκοτάδι. Ήταν ο ξάδερφός του Ιβάν. Ξάδερφε μην ανησυχείς, εμείς είμαστε εδώ τώρα, τα έμαθα όλα, ξέρω τι πέρασες. Από πίσω του ο Ιβάν διέκρινε τον ταμία του Βασιλάρα και τον πιτσιρίκο που του έφερε φαί όταν ήταν φυλακισμένος. Γύρω τους ήταν μαζεμένοι λογιών λογιών φάτσες. Λιμενεργάτες, κουρελήδες, πόρνες και ομοφυλόφιλοι, όλοι αυτοί που θεωρούνται περιθωριακοί και έχουν αυτοεξοριστεί στα σκοτεινά σοκάκια του λιμανιού. Ήρθαν όλοι για να βοηθήσουν, να σταματήσουν αυτήν την εκμετάλευση εις βάρος του Ιβάν.

Ο Ιβάν ήταν έτοιμος να δακρύσει, αγκάλιασε το ξάδερφό του και τον φίλησε σταυρωτά. Ξάδερφε σε ευχαριστώ, του μίλησε στην γλώσσα τους, αυτά τα καθάρματα μου φέρθηκαν πολύ άσχημα, σαν να ήμουν ζώο. Με έμπλεξαν σε ένα παιχνίδι που ούτε μια στιγμή δεν ήθελα να συμμετάσχω. Δεν είμαι σκυλί για να με βάλουν να παλέψω όποτε θέλουν, εγώ είμαι επαγγελματίας παλαιστής, ο καλύτερος παλαιστής βορειοανατολικά της Μόσχας! Δεν με σηκώνει το κλίμα εδώ, θα φύγω από την Θεσσαλονίκη και δεν θα ξανάρθω. Μην ανησυχείς, θα τα κανονίσω όλα εγώ, τον καθησύχασε ο ξάδερφός του. Θα κανονίσω να φύγεις αύριο τα χαράματα κιόλας. Τα βλέπεις εκείνα τα παλικάρια; Σαλπάρουν αύριο με το υπερωκεάνιο για Ιταλία και μετά για Μεξικό. Θα χαρούν να σε πάρουν στο πλήρωμά τους. Όσο για αυτά τα καθάρματα θα κανονίσουν τα κορίτσια, έχουν προηγούμενα μαζί τους, δεν θα τους ξαναδεί κανείς. Σε ευχαριστώ ξάδερφε, είπε ο Ιβάν, σας ευχαριστώ όλους, φώναξε στους γύρω φίλους του. Αγκαλιαστήκαν μια τελευταία φορά.

Τις επόμενες μέρες, οι εφημερίδες έγραφαν για την εξαφάνιση του διοικητή και του Γομαριού. Πουθενά δεν ανέφεραν το όνομα Ιβάν Στάμπο. Η ιστορία της μικρής του περιπέτειας δεν καταγράφηκε ποτέ επίσημα. Μπορούσες να την μάθεις μόνο από τις διηγήσεις κάποιου ημίτρελου λιμενεργάτη ή κάποιας γριάς πόρνης.
ΤΕΛΟΣ




Αυθαίρετος Επίλογος

Του άρεσε στα καράβια του Ιβάν, ταξίδευε επί μήνες. Δούλευε σκληρά και όλοι τον αγαπούσαν. Κάποια στιγμή έφτασαν στον τελικό τους προορισμό, το Μεξικό, όπου και άραξαν. Πανέμορφα χρώματα και μουσικές, ο Ιβάν μαγεύτηκε. Στον δρόμο οι μικροκαμωμένοι μεξικάνοι τον κοιτούσαν με δέος, μερικές φορές μάλιστα, τα παιδιά το περικύκλωναν, τραγουδούσαν και τον αγκάλιαζαν. Όλα αυτά τον έφερναν σε μια ευχάριστη αμηχανία και αναρωτιόταν το γιατί τόση αγάπη προς το πρόσωπό του.

Το ανακάλυψε τυχαία όταν είδε μιαν αφίσα κολλημένη σε έναν τοίχο. Έδειχνε δύο μασκοφόρους άντρες οι οποίοι υποτίθεται ότι θα πάλευαν την τάδε μέρα την τάδε ώρα. Δεν έχασε καιρό και πήγε με τον κολλητό του από το καράβι στο γήπεδο όπου θα γίνονταν ο αγώνες. Εκατοντάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί. Στο κέντρο του γηπέδου υπήρχε ένα ρινγκ, στο οποίο σύντομα ανέβηκαν ο διαιτητής και οι δύο αντίπαλοι. Φορούσαν πολύχρωμες στολές και κάτι παράξενες μάσκες. Άρχισαν να παλεύουν κάνοντας θεαματικά αεροπλανικά κόλπα. Ανέβαιναν στα σκοινιά, πηδούσαν ο ένας πάνω στον άλλο, ήταν μια κανονική παράσταση. Ο Ιβάν γελούσε και ζητοκραύγαζε και στο τέλος του αγώνα χειροκρότησε όρθιος τον νικητή. Δεν είχε ξαναδεί στην ζωή του κάτι τέτοιο, το διασκέδασε πραγματικά. Φεύγοντας, έξω από το γήπεδο, τον έπιασε ένας ενθουσιώδης τροφαντός μεξικάνος. Κάτι του έλεγε αλλά δεν καταλάβαινε λέξη. Ο κολλητός του που στέκονταν δίπλα του ήξερε κάτι ψιλά μεξικάνικα και προσπαθούσε να καταλάβει τι τους έλεγε ο τύπος. Όταν κατάλαβε έσκασε στα γέλια.

-Τι σου είπε, ρώτησε φανερά ενοχλημένος ο Ιβάν.

-Σου κάνει πρόταση να δουλέψεις σαν παλαιστής, luchador όπως τους λεν εδώ.

-Ξέχασέ το πες του, θυμάσαι τι έχω περάσει.

-Λέει ότι θα έχεις στέγη, φαί και δικαίωμα να επισκέπτεσαι όσες ώρες θέλεις το γυμναστήριο που διοικεί.

-Θέλω να τα δώ όλα αυτά με τα μάτια μου πρώτα και μετά βλέπουμε.

-Σύμφωνοι λέει.

Κι όλα έγιναν όπως του υποσχέθηκε ο μεξικάνος. Ο Ιβάν δέχτηκε την πρότασή του. Έκανε σκληρή προπόνηση στο πλήρως εξοπλισμένο γυμναστήριο και σύντομα μπήκε στο ρινγκ. Φορούσε μια κόκκινη στολή με ένα τεράστιο σφυροδρέπανο πάνω και μια κατακόκκινη μάσκα. Δεν έχασε σε κανέναν αγώνα. Ο λαός τον αγάπησε, έγινε ίνδαλμα και έβγαλε πάρα πολλά λεφτά.

Κάποια στιγμή τον πλησίασαν δυο κινηματογραφικοί παραγωγοί και του πρότειναν να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία όπου θα έπαιζε ουσιαστικά τον εαυτό του. Φυσικά δέχτηκε. Η ταινία είχε τεράστια επιτυχία στις λαϊκές μάζες και ακολούθησαν κι άλλες. Τα έβαλε με βρυκόλακες, με ζόμπι, με τέρατα και πάντα θριάμβευε, σώζοντας στο τέλος το Κορίτσι. Στις πρεμιέρες πήγαινε πάντα συνοδεύοντας την συμπρωταγωνίστριά του, η οποία ήταν μια κοσμοαγάπητη πανέμορφη σταρλετίτσα. Ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται ανάμεσά τους και δεν άργησαν να παντρευτούν. Όταν έκαναν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά τους, ένα ασπρουλιάρικο στρουμπουλό αγοράκι, μετακόμισαν όλοι μαζί σε μια τεράστια βίλα δίπλα στην θάλασσα.


Η ζωή του Ιβάν ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη. Μια μέρα όμως βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε πέρα στον ορίζοντα. Αναλογίστηκε την χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε, την μητέρα του και τους φίλους του. Ένιωσε ξαφνικά μιαν απέραντη μοναξιά και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του.

-Ήρθε η ώρα να επιστρέψω, σκέφτηκε και έσφιξε τις γροθιές του.

2 σχόλια:

Athanassios Ghikas ready to fly like an Eagle said...

Καλά μεγάλε Hohnny
απίστευτο τέλος
πιό πολύ μάρεσε που είχα ωραίο τέλος για μιά σκληρή ιστορία πάλης
Τώρα το τελτυταίο να γυρίσει πίσω δεν το κατάλαβα αλλά ποτέ δε ξέρεις τί ετοιμάζει ο μεγάλος Johhny the Fox :-)

Johnny-Faux said...

Χαχα, αρκετά τον ταλαιπώρησα τον καημένο, οι περιπέτειές του σταματάν εδώ. Χαίρομαι πάντως που δεν σε απογοήτευσε το τέλος.